Τ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια τα χαράζει µια λιγνή λευκότη. Νυχτοφέροντας και αυτή· Kαι ήτανε του νου µου η πρώτη χαραυγή.
Και ήταν ώρα µελιχρότατη˙ και ήτανε χυµένο ολόγυρα κάτι πιό χαϊδευτικό κι από τ’ αεράκι, όταν έρχεται γιοµάτο από τα µπάλσαµα πρωϊνά των ολοπράσινων πευκώνων…