Στοιχεία μιας
ποιητικής ταυτότητας
Η αληθινή ταυτότητα του ποιητή αρμόζεται σιγά-σιγά και
αθόρυβα μέσα απ’ τούς πολλούς ήχους της εποχής του. Kι ακόμη πιο αργά
ανιχνεύεται κάτω και πέρα από τα εξωτερικά στοιχεία του βίου του, βαθιά μες
στην ανάσα των συλλαβών του. Οι λέξεις του είναι το όχημα της ζωής του, είναι ο
τελικός προορισμός της πραγματικής του υπόστασης. Ο ποιητής είναι οι λέξεις
του.
Όπως κι αν δοκιμάσει κανείς να πλησιάσει τη ζωή και το έργο
του Οδυσσέα Ελύτη, θα βρεθεί μπροστά σε «δέντρα λέξεων», σε
σωματοποιημένες αξίες μιας «χώρας που βγαίνει απ’ την πραγματική όπως το
όνειρο» από τα γεγονότα της ζωής του. Μιας
Ελλάδας που γίνεται η ιδιαίτερη αίσθηση, η κυανή επικράτεια του φωτός, η αρχέγονη ισορροπία φυσικού και
πνευματικού κόσμου, η σπάνια πραγμάτωση της πλησμονής του ελαχίστου.
Τελευταίος γόνος μιας παλιάς οικογένειας της Λέσβου, ο
Ελύτης γεννήθηκε στην Κρήτη, έζησε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε νομικά, ενώ τα
καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων περνούσε στις Σπέτσες κι αργότερα σε διάφορα
νησιά του Αιγαίου, γεγονός που συνέβαλε στην διαμόρφωση της νησιωτικής του
συνείδησης. Κάνοντας ο ίδιος μιαν ειλικρινή, μέσα στην ποιητική λειτουργία,
δήλωση καταγωγής, γράφει:
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές, ξόδεψα πολύν
άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα
να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα
μυστήρια.» (Μικρός Ναυτίλος)
Θα ’λεγε κανείς πως παράλληλα με το σχολείο του Μακρή, ο
Ελύτης θήτευσε στο σχολείο της φύσης, αν όχι σαν απλός θεατής, αλλά σαν
προνομιακός αναγνώστης, σαν ένα αναπόσπαστο μέρος της.
Ο ρόχθος της θάλασσας, ο ίσκιος της ελιάς, η λευκότητα του
ασβέστη, οι απλές γραμμές των κυκλαδίτικων σπιτιών, τα βότσαλα, τα φύλλα της
συκιάς, οι αύρες του βασιλικού γίνονται τα σταθερά στοιχεία της αλφαβήτας του,
τα ανώτερα μαθηματικά του, οι κώδικες, τα κλειδιά με τα οποία μπορεί να
αποκρυπτογραφήσει το ακατάβλητο μυστήριο της ζωής, το θαύμα του φωτός, το
αναπάντητο ερώτημα του θανάτου.
Η σκέψη του Ελύτη, πέραν από τα κλειστά όρια του εργαστηρίου
ανοίγει σ’ αυτό που ο ίδιος ονόμασε «ύπαιθρο των αισθητηρίων μας». Ένα τοπίο με
άνεμο και θάλασσα, μ’ αθωότητα, αμφισβήτηση και ανατροπή που δοκιμάζει τις
αντοχές των εννοιών, ένα ξέφωτο όπου η καθαρότητα των αρχετυπικών μορφών δομεί
μια διαφορετική αντίληψη βίωσης. Μιαν αντίληψη που έρχεται σε ουσιαστική
εναντίωση προς την τρέχουσα.
Ο Ελύτης με μεγάλη
διεισδυτική ευελιξία, με το πλήθος των νέων εκφραστικών τρόπων της μοντέρνας
ποίησης, με μια έμφυτη και ενίοτε αυστηρή άποψη γεωμέτρησης, αλλά και με μια
βαθιά ζωτική ορμή ελευθερίας, σε συνδυασμό με την πλούσια εικονοπλαστική
φαντασία, προς την οποία τον προέτρεπε ο Υπερρεαλισμός, δεν άργησε να διαμορφώσει
ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα. Ένα ιδίωμα του οποίου βασικές συντεταγμένες
αποτελούν η γλωσσική μετουσίωση απ’ τη μια και η σύνθεση μιας διαφορετικής
ηθικής και αισθητικής αντίληψης απ’ την
άλλη.
Με την πρώτη του εμφάνιση στα Νέα Γράμματα (1935) -σε μια εποχή
που οι παλιές φόρμες έμοιαζαν φθαρμένες και άγονες, και που ήδη είχε αρχίσει να
πνέει στην Ευρώπη ένας ανανεωτικός αέρας- έγινε φανερό ότι δραστικά και με
ιδιαίτερη τόλμη μετατοπίζει την ποιητική βάση που θα πει, μετατοπίζει την
ποίηση από τον χώρο της προσωπικής εξομολόγησης στο χώρο των κοινών αρχετυπικών
αναφορών, από τον χώρο των μηνυμάτων στο χώρο των λέξεων, από την
συναισθηματική αποτίμηση του κόσμου στην πρόσληψη της αλήθειας μέσω των
αισθήσεων, από την περιγραφή του πεπερασμένου στην δυναμική πραγμάτωση του
ατέρμονος, μ’ άλλα λόγια, από το γήρας στη νεότητα, από την «πολιτισμένη»
συνείδηση στην επανάκτηση της πρώτης σοφίας της παιδικότητας, από την συνήθεια,
την επανάληψη και νοσταλγία στον επαναπροσδιορισμό μας μέσα στην διαρκή αλλαγή
της λειτουργίας του κόσμου. M’ έναν λόγο: από το είναι στο δυνατόν γενέσθαι.
Ο Ελύτης υπακούοντας στην δική του ανανεωτική διάθεση,
γρήγορα ήρθε σε επαφή με έργα Γάλλων Υπερρεαλιστών -Paul Eluard, René Char- προσαρμόζοντας ωστόσο τις αρχές του
υπερρεαλισμού στο δικό του κοσμοθεωρητικό πλαίσιο, κατάφερε να ενισχύσει την
βαθιά του πίστη για την ύπαρξη και την δυνατότητα διαμόρφωσης μιας δεύτερης
πραγματικότητας, την οποία καλείται να αναδείξει η ποιητική γραφή.
Μέσα σ’ αυτά τα φωτεινά και επαναστατικά, από το μέρος της
αθωότητας, ποιήματα της πρώτης περιόδου(1935-1940) αλλά και μετά το 1950, και
κυρίως στο Άξιον Εστί -όπου αυστηρά εναλλάσσονται ποικίλοι στιχουργικοί τρόποι
και εμφανώς ανιχνεύονται οι μνήμες του
πολέμου, όπου υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός- ο Ελύτης τοποθετεί μεθοδικά
σταθερούς άξονες αρχών και διαμορφώνει
μια λυρική κοσμολογία, τέτοια που να διέπεται από την ελληνικότητα και την
προβολή της ανοιχτής ελληνικής συνείδησης στο μέλλον.
Μέσα από έναν πραγματικό πλούτο εικόνων, από αιφνιδιαστικές
συζεύξεις λέξεων, μέσα από αυτήν την δοξαστική υμνωδία των φυσικών και
πνευματικών στοιχείων που συνθέτουν την μοναδικότητα του νησιωτισμού, αλλά και
την ευαισθησία του Μεσογειακού ανθρώπου, ο Ελύτης διαμορφώνει μια εξαιρετικά
εύφορη και ιδιαίτερη στην σημασία της ποιητική.
Μια ποιητική που την διέπουν σταθερά αξιώματα όπως: η
υπέρβαση και η γεωμέτρηση ,η ανακατάταξη
της πραγματικότητας, η πίστη στη διάρκεια, η θεωρία των αναλογιών, η ερωτική
σύλληψη του κόσμου, η αγιοποίηση των αισθήσεων, η χαριστική αντίληψη της ζωής,
η επανάκτηση της αθωότητας, η διαφάνεια ως πνευματική αξία, η δικαιοσύνη, η
αδιάκοπη διεκδίκηση της ελευθερίας, η ηλιακή μεταφυσική ως μέθοδος
αποκρυπτογράφησης του μυστηρίου της ζωής.
Επιστρατεύοντας όλο τον πλούτο της ελληνικής μέσα από τις διαφορετικές
φάσεις της ιστορίας της, επιδιώκει νέες γλωσσικές δομές, επανένταξη αρχαίων,
μεσαιωνικών λέξεων στον κύριο κορμό της ελληνικής, έτσι που να αναπαρθενευτεί
ένας κουρασμένος από την αδιάκοπη επικοινωνιακή χρήση κώδικας και μαζί του ν’
ανακαινιστεί η σκέψη μας, να οξυνθεί η αντιληπτική μας ικανότητα.
Η κόρη-άγγελος, τα μυριστικά χορτάρια, το λεμόνι, η
νεροσταγόνα, ο Παράδεισος, το γυμνό σώμα, όλα τους από λαμπερές εικόνες ομορφιάς γίνονται μονάδες που προεκτείνουν τις φυσικές
τους ιδιότητες σ’ ένα ηθικό και μεταφυσικό επίπεδο, μονάδες που αναλογούν σε
σταθερές αξίες, «σηματωροί και κήρυκες» του αγαθού.
Πίστη του ότι η ποίηση, αλλά και άλλοι τομείς της τέχνης,
όπως η ζωγραφική -που συστηματικά μελέτησε και ερασιτεχνικά υπηρέτησε κι ο
ίδιος- στοχεύει στο να αποτυπώσει, να κρυσταλλοποιήσει την «ακριβή στιγμή» μέσα
σ’ ένα ισορροπημένο και πλήρες ποιητικό σύμπαν. Τη στιγμή που την ταυτίζει με
την δικαιοσύνη και τον Παράδεισο και την αναζητά στο εδώ και στο πάντοτε, στην
αφή και στη σκέψη. Γνωρίζοντας ότι δεν χαρίζεται αλλά καλλιεργείται στον μικρό
κήπο της φαντασίας μας, και βιώνεται μέσα στο εικοσιτετράωρο μας.
Μετά την πρώτη παραμονή του στο Παρίσι(1948-51), όπου ήρθε
σε επαφή με τους σημαντικότερους ζωγράφους και ποιητές του εικοστού αιώνα
(Picasso, Matisse, Chagall, Breton, Reverdy) ενώ παράλληλα παρακολούθησε
μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη, εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα. Το 1960
του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Άξιον Εστί.
Στην συνέχεια ταξίδεψε στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση ως προσκεκλημένος των
κυβερνήσεων τους και κατά την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, κατέφυγε
ξανά στην Γαλλία (1969-1971). Με την επιστροφή του δημοσίευσε τα κυριότερα έργα
του αυτής της περιόδου (Το Φωτόδεντρο
και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Μονόγραμμα, Μαρία Νεφέλη). Το 1979 η
Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Nobel Λογοτεχνίας και τα Πανεπιστήμια της
Σορβόννης, Λονδίνου, Ρώμης, Θεσσαλονίκης, Αθηνών τον ανεκήρυξαν Διδάκτορα
Φιλολογίας Honoris causa. Συνέχισε να εργάζεται ως το τέλος του βίου του
δίνοντας κορυφαία έργα όπως: Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας,
Ιδιωτική Οδός, Δυτικά της Λύπης.
Το θεωρητικό του έργο, που χαρακτηρίζει η έρευνα της
ποιητικής λειτουργίας και η συστηματοποίηση ενός ιδιαίτερου κόσμου αξιών,
συγκεντρώθηκε σε δύο τόμους (Ανοιχτά Χαρτιά, Εν Λευκώ) ενώ οι μεταφράσεις του
από τα αρχαία ελληνικά και από σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες ολοκληρώνουν την
δραστηριότητα του, ενισχύοντας από διαφορετικές απόψεις την πίστη του στον
ουσιαστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ποίηση στη ζωή, επενεργώντας στην
συνείδησή μας, αντιπροτείνοντας μια διαφορετική κλίμακα αξιών, αισθητοποιώντας
το άγνωστο, επιδιώκοντας την ιδανική επικοινωνία «αυτή που, όπως γράφει
νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά η το κρύο, συγκλονιστικά όπως ο έρωτας η
ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βοή του δάσους η της θάλασσας…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου