Τ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια
τα χαράζει µια λιγνή λευκότη.
Νυχτοφέροντας και αυτή·
Kαι ήτανε του νου µου
η πρώτη χαραυγή.
Και ήταν ώρα µελιχρότατη˙
και ήτανε χυµένο ολόγυρα
κάτι πιό χαϊδευτικό κι από τ’ αεράκι,
όταν έρχεται γιοµάτο από τα µπάλσαµα
πρωϊνά των ολοπράσινων πευκώνων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου