Με τον Ισίδωρο Ζουργό μας συνδέει μια αληθινή φιλία. Εκτιμώ το έργο του και μάλιστα θα έλεγα πως είμαι από τους πρώτους που στάθηκαν δίπλα του και υποστήριξαν τα πρώτα του βήματα.
Μου αρέσει όχι μόνο να διαβάζω τα βιβλία του, αλλά και να συζητώ μαζί του. Ο Ισίδωρος θέλει τα συγγραφικά του οράματα να τα βλέπει να υπάρχουν και μέσα στην καθημερινότητά του. Κάτι αντίστοιχο μου αρέσει και μένα. Λογικό είναι, λοιπόν, να έχουμε μια σχέση όχι μόνο στενή, μα και ουσιαστική.
Οι σκέψεις που ακολουθούν και οι οποίες θα διατυπώσουν κάποιες διαφωνίες μου σε δυο σημεία που σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ζουργός κατέθεσε, θα ήθελα να διαβαστούν ως μια αφορμή ανταλλαγής απόψεων σε ζητήματα της λογοτεχνίας ανάμεσα σε δυο συγγραφείς που αν και θαυμάζει ο ένας τον άλλον, συχνά χρησιμοποιούν διαφορετικές παραμέτρους στην αξιολόγηση των λογοτεχνικών έργων, αλλά και στη συγγραφή των δικών τους.
Στην ηλεκτρονική διεύθυνση, λοιπόν, http://www.protagon.gr , οι συνεργάτες αυτού του διαδικτυακού περιοδικού Κώστας Δρουγαλάς και Διονύσης Ζαρώτης, ζήτησαν από τον Ισίδωρο Ζουργό να απαντήσει, μεταξύ άλλων και στην παρακάτω ερώτηση:
Το μυθιστόρημα και πόσο μάλλον το παιδικό βιβλίο θέτουν πρότυπα; Μπορεί να επηρεάσουν τη στάση και τη συμπεριφορά ενός νέου ανθρώπου; Και αν ένα βιβλίο μπορεί να επηρεάσει ένα νέο, πώς φαντάζεστε αυτή την επίδραση;
Ο Ζουργός έδωσε την εξής απάντηση:
Αν μιλάμε με όρους παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, υπάρχει αναπόφευκτα μια παιδευτική και διδακτική διάσταση, είναι κάτι το οποίο το συμμερίζομαι και ως δάσκαλος. Ούτως ή άλλως υπάρχει μίμηση προτύπων, διότι υπάρχουν πάρα πολλοί σημαντικοί χάρτινοι ήρωες που επηρεάζουν τα παιδιά. Αν πάμε όμως στη λογοτεχνία των ενηλίκων, όπου δεν υπάρχουν οι περιορισμοί της ηλικίας, νομίζω πως η παιδευτική και η διδακτική διάσταση τοποθετούνται σε άλλες βάσεις. Η περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά το μυθιστόρημα ενηλίκων, τα πρότυπα μπορεί να υπάρχουν, γιατί όχι; Ο διδακτισμός όχι. Ο διδακτισμός και η τέχνη είναι λάδι και νερό: δεν πάνε ποτέ μαζί.
Θα συμφωνήσω μαζί του πως διδακτισμός και τέχνη είναι λάδι και νερό: δεν πάνε ποτέ μαζί. Μόνο που εγώ σε αυτό το ‘ποτέ’ δεν βάζω όρια ανάμεσα στα είδη της λογοτεχνίας και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους και σε αυτήν για ενήλικες αναγνώστες.
Μια ιστορία για παιδιά που θέλει να διδάξει δεν είναι λογοτεχνία. Οι λογοτεχνικές ιστορίες μπορεί να ενημερώνουν, μα κυρίως ευαισθητοποιούν. Προσπαθούν να κατανοήσουν τις πράξεις των ανθρώπων και να τις ερμηνεύσουν. Και αυτήν την κατανόηση και την ερμηνεία την μεταδίδουν στον αναγνώστη τους.
Την ηλικιακή ταυτότητα των αναγνωστών προς τους οποίους απευθύνονται δεν πρέπει να τη δίνουν τα ίδια τα κείμενα, αλλά οι αναγνώστες τους.
Οι αναγνώστες διαχωρίζονται με βάση τα ενδιαφέροντά τους, τις γνώσεις τους, τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες τους, τις εμπειρίες τους, την κοινωνική τους τάξη.
Αυτή η θέση, στην χώρα μας εμφανίστηκε αμέσως μετά την δικτατορία (ίσως και με κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις και λίγο πιο πριν) και μέσα στη δεκαετία του ’80 εδραιώθηκε. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και με το ήθος τους καθόρισαν την λογοτεχνία για παιδιά και νέους, συγγραφείς όπως η Ζέη, η Σαρή, η Λοίζου, ο Καλιότσος, η Πέτροβιτς, η Μάρα, η Φίλντιση, ο Ι. Δ. Ιωαννίδης, η Γκέρτσου – Σαρρή και κάμποσοι ακόμα άλλοι.
Μα σήμερα υπάρχει –το αναγνωρίζω- μια τάση να γράφονται και να εκδίδονται ‘λογοτεχνικά’ έργα για παιδιά με έντονη διάθεση διδακτισμού. Αυτό γίνεται μέσα στα γενικότερα πλαίσια της έκπτωσης των αξιών και της προώθησης κάθε τι που μπορεί να αποφέρει άμεσο κέρδος.
Είναι κρίμα να βλέπει κανείς αυτήν την οπισθοδρόμηση στο χώρο του παιδικού – νεανικού βιβλίου και ασφαλώς όσοι αγαπάμε την λογοτεχνία δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η εξοικείωση με αυτήν ξεκινά από τα πρώτα μας χρόνια με τα πρώτα μας αναγνώσματα.
Αλλά δίπλα σε αυτά τα βιβλία κυκλοφορούν ακόμα κάποια άλλα που δεν αναζητούν τρόπους να διδάξουν το νεαρό αναγνώστη, αλλά να τον παρασύρουν σε ένα ταξίδι εσωτερικών εξερευνήσεων και ανακαλύψεων του κόσμου των άλλων. Και σε τέτοια ταξίδια κανένας διδακτισμός δεν μπορεί να υπάρξει.
Έτσι, λοιπόν, –για να επανέλθω στη σκέψη του Ισίδωρου- πιστεύω πως η παιδευτική και η διδακτική διάσταση τοποθετούνται σε άλλες βάσεις όχι μόνο σε ένα είδος της λογοτεχνίας, αλλά σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο. Και η πορεία που ένα παιδί ακολουθεί για να επιλέξει το ποιος λογοτεχνικός ήρωας μπορεί να γίνει το πρότυπο, ακολουθεί τον ίδιο δαιδαλώδη διάδρομο που διασχίζει ο κάθε ενήλικος για να ανακαλύψει τη λογοτεχνική περσόνα που θα θαυμάσει και ίσως ταυτιστεί μαζί της.
Τα παιδιά δεν είναι ένα ξεχωριστό βιολογικό είδος, μα άνθρωποι σε μια φάση της ζωής τους. Πονούν, φοβούνται, αγαπούν, ονειρεύονται, ελπίζουν, θυμώνουν όπως ακριβώς και κάθε άλλο άτομο είτε είναι 10 χρονών ή 20, 40, 60 ή 80. Αν σε κάτι διαφέρει ο τρόπος που βιώνουν και εκφράζουν όλα αυτά τα συναισθήματα, είναι πως δεν τα έχουν πολλές φορές γνωρίσει. Μα έτσι κι αλλιώς και ο εξηντάχρονος περισσότερες φορές έχει φοβηθεί, αγαπήσει κλπ από τον τριαντάχρονο. Η ποσοτική διαφορά όσο σημαντική κι αν είναι δεν γίνεται σημαντικότερη της ποιοτικής ομοιότητας.
Γι αυτό και ας θυμόμαστε πως εν τέλει από τη μια πλευρά είναι τα κείμενα και από την άλλη οι αναγνώστες. Δεν είναι τα κείμενα που επιλέγουν τους αναγνώστες τους, αλλά αυτοί εκείνα που θα θελήσουν να διαβάσουν.
*****
Στην ίδια συνέντευξη ο Ισίδωρος δέχτηκε και μια άλλη ερώτηση:
Θεωρείτε προσβλητική την ευχή «καλές πωλήσεις», όταν γίνεται λόγος για τα βιβλία σας;
Και εκείνος έδωσε την παρακάτω απάντηση:
Εάν καθίσεις και το εξετάσεις προσεκτικά, ενέχει κάτι το προσβλητικό. Από κει και πέρα αυτά τα λόγια δεν είναι μόνα τους, εκστομίζονται από συγκεκριμένους ανθρώπους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν λέγεται αυτό, οι άνθρωποι έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Ας μη μένουμε στη σύνταξη και στο περιεχόμενο δύο λέξεων και ας τα συνδυάσουμε κάθε φορά με τον άνθρωπο που μας το εύχεται. Μπορεί όταν το λέει κάποιος, από πίσω να υποκρύπτεται μια επιθετικότητα και μια ειρωνεία. Αλλά υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις, οι περισσότερες, στις οποίες ο άλλος σου εύχεται κάτι από την καρδιά του, οπότε γιατί να το αρνηθείς και να μεμψιμοιρείς;
Ξέρω –το δήλωσα και πιο πριν- πολύ καλά τον Ισίδωρο Ζουργό. Και έτσι νομίζω πως δεν κάνω λάθος που θεωρώ πως η έμφυτη σεμνότητά του δεν τον άφησε να πει με πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως η ευχή Καλές Πωλήσεις! είναι ευπρόσδεχτη από τον κάθε συγγραφέα.
Γιατί –εγώ τολμώ να το πω- γιατί να μην θέλει ένας συγγραφέας να δει το βιβλίο του να πουλά πολλά αντίτυπα; Ίσως η λέξη πούλησε να έχει το βάρος μια φτήνιας, μια διάσταση αγοραίας αντιμετώπισης. Αλλά αν ξεπεράσουμε αυτόν το αστικό καθωσπρεπισμό μας, εύκολα θα δούμε πως μόνο χαρά φέρνει στον κάθε δημιουργό ο μεγάλος αριθμός αντιτύπων που το βιβλίο του πούλησε.
Κάτι τέτοιο, πρώτα απ΄ όλα, σημαίνει πως πολλοί αναγνώστες είναι αυτοί που το αγάπησαν. Και ποιος δε θέλει να αγαπάνε πολλοί αυτό που για έξι μήνες ή ένα χρόνο ή και περισσότερο μόχθησε για να το φτιάξει;
Σημαίνει ακόμα πως οι ώρες που μόχθησε πέρα από την προσωπική του ικανοποίηση τώρα του χαρίζουν και μια οικονομική κάλυψη.
Γιατί είναι ντροπή να πάρεις χρήματα από κάτι που με αγάπη και ευθύνη δημιούργησες;. Ντροπή θα ήταν αν αυτό που έφτιαξες ενώ το έκανες με μόνο σκοπό το οικονομικό όφελος, φροντίζεις να το παρουσιάζεις ως έργο που σε εκφράζει ως καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Κι έπειτα όταν ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο φτάσει να επανεκδίδεται ξανά και ξανά, αυτό σημαίνει πέραν των άλλων πως και ο εκδότης που το πίστεψε και χρηματοδότησε την έκδοσή του έχει κι αυτός κερδίσει. Και επειδή κάθε εκδοτικός οίκος είναι και μια εμπορική επιχείρηση, λογικό είναι να θέλει να βλέπει τα προϊόντα του να είναι κερδοφόρα. Κι έτσι μάλιστα στο μέλλον θα προχωρήσει και στην έκδοση κι άλλων παρόμοιας ποιότητας έργων… Με άλλα λόγια, τα καλά λογοτεχνικά βιβλία θα συνεχίζουν όχι μόνο να γράφονται, αλλά και να εκδίδονται, πράγμα που σημαίνει πως θα φτάνουν στα χέρια των αναγνωστών που θέλουν την καλή λογοτεχνία να βρίσκουν στα βιβλιοπωλεία.
Και αν κάποιοι ισχυριστούν πως δεν είναι πρέπον ο συγγραφέας να έχει ως στόχο του να κερδίζει από τα βιβλία του, θα ήθελα να τους υπενθυμίσω δυο πράγματα:
Α. Αν ένας συγγραφέας μπορεί να ζει από τα βιβλία του χωρίς να κάνει παραχωρήσεις σε μια εμπορική υλοποίησή τους, τότε με μεγαλύτερη άνεση θα μπορέσει να αφιερώνει όλο το χρόνο του στο να γράφει καλά έργα καθώς δεν θα είναι υποχρεωμένος να ξοδεύει σημαντικό μέρος της ζωής του σε μια αλλοτριωμένη βιοποριστική εργασία
Β. Πολλοί μεγάλοι μυθιστοριογράφοι του 19ου αιώνα ζούσαν, του 20ου και του 21ου ζούνε (πλούσια ή φτωχά) από τα βιβλία τους. Θυμίζω πρόχειρα τον Ντοστογιέφσκι, τον Ντίκενς, τον Μπαλζάκ, τον Τσβάιχ, μα και τον Ροθ και τον Ρουσντί, τον Νταλ και την Ρόουλινγκ.
Έτσι λοιπόν, συμφωνώ με την τελευταία φράση του Ισίδωρου - οπότε γιατί να το αρνηθείς και να μεμψιμοιρείς; Και σε αυτήν μένω.
***
Μας αρέσει στον Ισίδωρο και σε μένα να μιλάμε. Μα μένουμε σε διαφορετικές πόλεις. Και ο Ζουργός δεν είναι και μεγάλος λάτρης των τηλεφωνικών συζητήσεων, όπως ας πούμε ο άλλος φίλος μας ο Θανάσης Τριαρίδης.
Τα πιο πάνω που έγραψα θα προτιμούσα ίσως να τα κουβέντιαζα μαζί του, πίνοντας εκείνος την μπύρα του κι εγώ το τσίπουρό μου, σε κάποια από τα σαλονικιότικα στέκια που τόσο καλά εκείνος γνωρίζει. Μα μιας και κάτι τέτοιο δεν γινότανε, σκέφτηκα να μεταφέρω αυτές τις ανταλλαγές απόψεών σε ένα άλλο στέκι –πιο σύγχρονο, ίσως, μα και περισσότερο ψυχρό. Στο blog μου.
Σημεία των καιρών. Που όμως τελικά δεν αλλάζουν την ουσία αυτού που και οι δυο μας πιστεύουμε –η λογοτεχνία είναι ένα τρόπος ζωής.
Όλη η συνέντευξη του Ισίδωρου Ζουργού : http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=27230
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου