Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας

Στις 20 Οκτώβριου 1932 κυκλοφόρησε σε 50 αριθμημένα εκτός εμπορίου αντίτυπα η Στέρνα του Γ. Σεφέρη. Επειδή ο ποιητής υπηρετούσε στο Λονδίνο, την επιμέλεια της έκδοσης ανέλαβε ο Κατσίμπαλης. Στην αλληλογραφία των δυο ανδρών («Αγαπητέ μου Γιώργο» Αλληλογραφία (1924-1970), επιμ. Δ. Δασκαλόπουλος, Ίκαρος 2009) μας διασώζονται οι σχετικές συνεννοήσεις (το χαρτί που θα χρησιμοποιηθεί, το δέσιμο, το αν θα υπάρχει εξώφυλλο και τι θα αναγράφει κτλ), αλλά κι έναν άκρως ενδιαφέροντα διάλογο για το ίδιο το ποίημα, η οποία εύκολα ξεστράτισε σε συζήτηση για το νόημα της Ελληνικότητας, το χρέος των ποιητών και, βεβαίως, τη σχέση της Ελλάδας με την Δύση (και την Ανατολή κατ’ επέκταση) –τα αιώνια δηλαδή ερωτήματα που απασχολούν κάθε γενιά από το 1204 και δώθε και στα οποία ο καθένας μας πρέπει να δώσει μια κάποια απάντηση για να μπορέσει να πορευτεί. Η Στέρνα, με το ύφος, τον ρυθμό και την μορφή της ξένισε. Με εξαίρεση τον Γ. Αποστολίδη (στον οποίο είναι αφιερωμένη), που τη θεωρεί αριστούργημα, οι υπόλοιποι της παρέας στέκουν αμήχανοι στην καλλίτερη περίπτωση απέναντί της. Στη χειρότερη, απολύτως αρνητικοί –σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο επιμελητής της έκδοσης, ο Γ. Κατσίμπαλης,«Γιώργο, θαρρώ πως μας επρόδωσες και πως σ’ έφαγε κι εσένα η Φραγκιά», δηλώνει ορθά-κοφτά στην επιστολή 8ηςΟκτωβρίου, που απευθύνει στον Σεφέρη.  Και συνεχίζει:«Παράτησε τον (δήθεν) άνθρωπο του αιώνα σου και κοίταξε να εκφράσεις κάτι από τον τόπο σου κι από τη φύση του, που είναι και δική σου φύση –όπως τουλάχιστο το πιστέψαμε εμείς κάποτε, όσοι περιμέναμε κάτι από σένα».Σημειώνει δε με τον ορμητικό τρόπο που τον χαρακτήριζε:«Παρόλα τα συγκλονιστικά γεγονότα της Χαλκιδικής (χωρίς καλαμπούρι), των εκλογών, της κρίσης κλπ. απολαμβάνω  και χαίρομαι αυτό το πανηγύρι τούτο του Θεού συνεπαρμένος από μια ακράτητη έκσταση (…) Γυρίζοντας κάθε μέρα σπίτι, μέσα στα «κατάλαμπρα» αυτά μεσημέρια, κάτω από τα «καταγάλανα» ουράνια, συναντώ (λίγο παρακάτω από του Παπουτσάκη) στο δρόμου μου μια… στέρνα, μ’ ένα σκέπασμα από τσιμέντο κι ένα τετράγωνο ανοιγματάκι στη μέση του, που αφήνει να φαίνεται το σκοτεινό νερό της. (…) Τι αντίθεση και τι ασχήμια αυτή η στέρνα μέσα στο φωτεινό κι υπέρλαμπρο πανηγύρι που μας περιστοιχίζει! Ως πότε θα τ’ αγνοούμε το πανηγύρι αυτό και θα καταφεύγουμε στις σκοταδερές στέρνες να βυθίζουμε την ψυχή και τη νιότη μας, αντί να την υψώνουμε υπέρλαμπρο ολοκαύτωμα πάνω σ’ ένα κορφοβούνι κάτω από τον πυρακτωμένον ήλιο;»Η επιστολή του Κατσίμπαλη, όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Σεφέρη, Ρ. Μπήτον (Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, Ωκεανίδα 2003), καταλήγει να είναι μια «εκπληκτική πραγματεία, όπου οι επιφυλάξεις του για τη Στέρνα λειτουργούν ως καταλύτης για μια σειρά από παθιασμένα αιτήματα, τα οποία θα έχουν μακροχρόνιο αντίκτυπο όχι μόνον στην εξέλιξη του Γιώργου ως ποιητή, αλλά και σε ολόκληρο το λογοτεχνικό κίνημα της Ελλάδας, το οποίο σύντομα θα γίνει γνωστό ως η “Γενιά του Τριάντα”».Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό η μεταγενέστερη ποίηση του Σεφέρη επηρεάστηκε από τις ιδέες αυτές του ισόβιου φίλου και συνομιλητή του, πάντως σε εκείνη την περίσταση, δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει το παράδειγμά του και να ξεχάσει τα «συγκλονιστικά γεγονότα» που συνέβαιναν στον ίδιο και τον κόσμο και να παραδοθεί σε μια έκσταση.Η απάντησή του, που γράφτηκε 2 μέρες αργότερα, έχει έντονο απολογητικό χαρακτήρα. Αναφέρεται στη μέχρι τότε ζωή του – είναι μια από τις σπάνιες φορές που αναθυμάται το σπίτι του στη Σμύρνη και σημειώνει πως αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Ξεριζωμός «ίσως να ήταν τα πράγματα κάπως διαφορετικά, χειρότερα ή καλλίτερα ποιος ξέρει;»Απαντάει στον Κατσίμπαλη πρώτα με τον τρόπο του –αντιπαρατάσσει στην ορμή και το πάθος του μαγκουροφόρου τον βαθύ και φαινομενικά αργό στοχασμό και στις ιδέες του, που αναγκαστικά, όπως όλες οι ιδέες καταλήγουν μονόπαντες, την περιπλοκότητα της ζωής. Αυτό είναι το νόημα της φράσης του, όταν λέει:«Όσα μου λες είναι σωστά. Είναι όμως και άδικα για μένα.»Μια απόφανση μπορεί σωστή και άδικη μαζί, δίψυχη, να συναμφοτερίζει, όπως η ζωή και οι άνθρωποι –άλλωστε κι η Στέρνα για την διπλή φύση του έρωτα, της ηδονής και του θανάτου, μιλάει.Δεν θα παρασυρθώ περισσότερο σχολιάζοντας την σεφερική επιστολή –έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αυτοβιογραφούμενος ο Σεφέρης τοποθετεί τον εαυτό του στη χορεία των μεγάλων ποιητών της σύγχρονης Ελλάδας, που είναι Έλληνες και ξένοι ταυτόχρονα (πάλι διφυσεία έχουμε εδώ).Θα περιοριστώ στην άμεση απάντηση που έδωσε στον Κατσίμπαλη. Του γράφει:«Το δύσκολο δεν είναι να υψωθούμε προς το “υπέρλαμπρο πανηγύρι”, το δύσκολο είναι να λυτρωθούμε από την τραγική μας μοίρα, και ο αγώνας αυτός θα φάει, καθώς το φοβούμαι, πολλές γενιές ανθρώπων, αν υπάρξουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα».Είναι σαφές: Από το έξω φως, ο Σεφέρης προτιμά το μέσα σκοτάδι. Από την ανέμελη έκσταση, την οδυνηρή επαφή με την πραγματικότητα. Από την ύψωση στα κορφοβούνια, που προϋποθέτει λησμονιά της πραγματικότητας, μέσα καταβύθιση.Και κάτι ακόμα:Μας λέει ο Σεφέρης, πως αν το «υπέρλαμπρο πανηγύρι», είναι ατομικό προνόμιο και δυνατότητα του καθενός από μας, η λύτρωση από την «τραγική μας μοίρα» είναι συλλογικό κατόρθωμα – έργο πολλών γενεών και πολλών ανθρώπων, που θα εργαστούν έχοντας αυτό τον στόχο.Διαβάζοντας αυτά τα λόγια σκέφτομαι ότι χάσαμε μια ολόκληρη γενιά, 30 μεταπολιτευτικά χρόνια, όχι στο υπέρλαμπρο πανηγύρι, αλλά την ιλουστρασιόν αποχαύνωση. Χάσαμε μια ολόκληρη γενιά κι αποκτήσαμε αναπηρίες που πριν δεν είχαμε.Τουλάχιστον, ας υπάρξουν στην Ελλάδα όσοι άνθρωποι χρειάζονται για να ξεφύγουμε από την τραγική μας μοίρα. Θα είναι κρίμα να χαθούμε έτσι…

πηγή: http://fvasileiou.wordpress.com/2013/09/07/cterna/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου