Σίγουρα ευθύνονται η αμορφωσιά των πολλών, ο τρόπος ζωής, αλλά και η παρακμή του στίχου
Οσοι καταπιάνονται στον καιρό μας με στίχους και ποιήματα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, από στόματος ομοτέχνων και κριτικών, μέσα στα στέκια κι απ’ τα έντυπά τους ακούν να κουδουνίζει στ’ αφτιά τους ο ίδιος πάντα σκοπός: Δεν μας διαβάζουν, η ποίηση δεν μετράει, οι αναγνώστες μάς αγνοούν!
Εμπλαστρο πρόχειρο για τον σφάχτη, το γενικό μοιρολόι το ακολουθεί με ακρίβεια μαθηματική η μεμψιμοιρία, το blame game, η επίρριψη ευθυνών – πάντα στους άλλους, εξυπακούεται. Το κοινό είναι αμόρφωτο, οι εκδότες παραδόπιστοι, το παιχνίδι στα μίντια στημένο! Α, το επίπεδο, η κατάντια της εποχής…
Εσχατη στη σειρά έρχεται –τι άλλο;– η πληγωμένη υπερηφάνεια. Ακόμα μια «υπεράσπιση της ποίησης» λοιπόν από τους μοχθηρούς της πολεμίους· ακόμα μια ομολογία πίστεως σε πείσμα των μικρόψυχων καιρών. «Η ποίηση αφορά την απέραντη μειοψηφία», «η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε», «η ποίηση δεν έχει λεφτά, αλλά ούτε τα λεφτά έχουν ποίηση» κ.τ.λ., κ.τ.λ. – όλα αυτά τα γνωστά, και θαυμαστά, και απελπισμένα…
Πότε πήραν στ’ αλήθεια διαζύγιο από την πραγματικότητα οι ποιητές; Πότε οι αναγνώστες πήραν διαζύγιο απ’ την ποίηση; Και υπαιτιότητι τίνος εκδόθηκε το διαζύγιο αυτό;
Σε τρία στάδια νομίζω κρίθηκε η υπόθεση. Τον πρώτο κλονισμό τον έφερε ο ρομαντισμός. Τότε που ποιητές σπουδαίοι, ολότελα τρομοκρατημένοι όμως από την επέλαση του Λόγου και του Διαφωτισμού, βάλθηκαν να αποδώσουν στην τέχνη τους την περιωπή θρησκείας, διεκδίκησαν για πάρτη τους ρόλο κοσμικού ιερέως, μεταφυσικού ταγού. «Τελούμε σε ιεραποστολή», έλεγε με κάθε σοβαρότητα ο Νοβάλις, «να δώσουμε μορφή στον κόσμο». «Ο ποιητής είναι ο κρυφός νομοθέτης της ανθρωπότητας», σιγοντάριζε ο Σέλλεϋ. Και οι μεν ρομαντικοί έγραφαν ακόμη για τους πολλούς, αυτούς ήλπιζαν και επεδίωκαν να μυήσουν. Η ρητορική τους όμως άφησε πίσω της μια μόνιμη σκιά, έναν λεκέ ανεξίτηλο. Ο ποιητής ως καβαλημένο καλάμι: η εικόνα αυτή, η τόσο διαδεδομένη αλίμονο, κρατάει απ’ αυτούς.
Ο κλονισμός έγινε χωρισμός από τραπέζης και κοίτης στα χρόνια του συμβολισμού. Τότε που ο ποιητής για να εκφράσει την αγανάκτησή του για τα ήθη και τα θέσμια της αστικής εποχής, τα έβαλε με τους αναγνώστες του – που ήταν βεβαίως αστοί! «Βάρβαρο όχλο» αποκαλούσε το κοινό ο Γκεόργκε, και ο Μαλλαρμέ τού υποδείκνυε ευγενώς τη θέση του: στο περιθώριο. Η ποίηση αφορά τους επαΐοντες! Εκτοτε η καταγγελία του δύσμοιρου αναγνώστη έγινε περίπου θεσμός. Στις μέρες μας και οι ποετάστροι της γειτονιάς και οι τελευταίοι χομπίστες το έχουν για χρέος τους ιερό σε πρώτη ευκαιρία να του τα ψάλλουν. Μόνο που στο μεταξύ κι εκείνος απέκτησε ανοσία κι έπαψε πια να νοιάζεται – όχι μόνο τι του σέρνουν όλοι αυτοί αλλά και για την ύπαρξή τους την ίδια.
Το πράγμα έφτασε στο αμήν με τον μοντερνισμό. Απ’ τη μεγαλειώδη κληρονομιά των προγόνων τους οι νεωτερικοί κράτησαν ό,τι το πιο φυγόκοσμο και ανθρωποδιωκτικό – και το επιδείνωσαν ώς εκεί που δεν παίρνει. Η απαξίωση των δοκιμασμένων και δημοφιλών τρόπων του παρελθόντος αναγορεύτηκε επαναστατικό καθήκον. «Make it new!» κραύγαζε, ένας κι αυτός μες στους πολλούς, ο Πάουντ. Μην επαναλαμβάνεσαι, παραδώσου σε κάθε ακρότητα, γίνε στριφνός και σκοτεινός και ακατάδεκτος. Εκτροχιάσου όσο θες, σημασία έχει όχι τι λες αλλά να μη μοιάζεις σε κανέναν! Και μη διανοηθείς στιγμή να ξαναπιάσεις το τραγούδι εκείνο που έτυχε κι άρεσε και σου ’φερε φίλους και καλούς θαυμαστές…
Για ένα διάστημα το πράγμα είχε ενδιαφέρον, γέννησε έργα ερμητικά πλην αξιόλογα. Γρήγορα όμως εκφυλίστηκε, την εντυπωσιοθηρία διαδέχτηκε η αποχαλίνωση, ελλείψει μορφικών κριτηρίων ο κάθε ντιλεττάντης είχε πια το ελεύθερο να δηλώνει ποιητής. Οσο για τον κοινό αναγνώστη, καταπονημένος όπως ήταν απ’ όλους αυτούς τους -ισμούς και τις καινοτομίες τους, κατασυκοφαντημένος ως βλαξ και οπισθοδρομικός, κάποια στιγμή κατέθεσε τα όπλα. Σκέφτηκε δηλαδή τον εαυτό του, τις δικές του ανάγκες, γύρισε την πλάτη του στην ποίηση και την παράτησε να βοά μες στην έρημο που η ίδια έστησε για τον εαυτό της.
Μοιάζει με σκάνδαλο αλλά η μαύρη αλήθεια είναι αυτή: για το διαζύγιο των ποιητών από τον κόσμο δεν φταίει το κοινό· δεν φταίει η αναπόδραστη υποτίθεται παρακμή του στίχου· δεν φταίει καν αυτός ο αχρείος καπιταλισμός και η αμορφωσιά των πολλών. Κύριοι υπαίτιοι είναι οι ίδιοι οι ποιητές! Σε μια πορεία μοιραία που κρατάει κοντά δύο αιώνες, πήραν μια τέχνη τερπνή και την έκαναν ανιαρό σταυρόλεξο. Παρέλαβαν μια γλώσσα οικουμενική και έφτιαξαν απ’ αυτήν ένα ακαταλαβίστικο ζαργκόν. Είχαν μια θέση περίοπτη, στο επίκεντρο του δημόσιου βίου, και τη θυσίασαν για την πόζα και την κλάψα του περιθωρίου.
Το φαινόμενο μιας τέχνης που αυτοκτονεί επειδή οι εκπρόσωποί της στρέφουν την πλάτη στο ακροατήριό τους για να πάρουν στο κατόπι το αυτιστικό όραμά τους δεν είναι βέβαια μοναδικό. Ας αναλογιστούμε τις τύχες της λεγόμενης σοβαρής μουσικής μετά τον Σαίνμπεργκ και τη Νέα Σχολή της Βιέννης. Πόσοι από τα εκατομμύρια που λατρεύουν σήμερα τον Μπαχ και τον Μότσαρτ θ’ άντεχαν, για ένα κουτσό μισάωρο έστω, τη συντροφιά του Στοκχάουζεν και του Καίητζ; Κι ανάποδα, ποιος θα τολμούσε καν να πιάσει στα χέρια του ξανά μυθιστόρημα, αν οι τωρινοί εκπρόσωποι του είδους στοιχίζονταν άπαντες πίσω απ’ τον ώμο του Τζόυς και του Προυστ; Ασφαλώς, και η αθέτηση των κανόνων και το πείραμα και η πρόκληση ακόμα είναι πράγματα ζωτικά και αναγκαία. Ως εξαίρεση όμως, στα χέρια των λίγων. Οπου γίνονται τυφλοσούρτης και καταναγκασμός και επίσημο διάταγμα, η έκβαση είναι πάντα η ίδια: το τέλμα.
Είναι αντιστρέψιμη άραγε αυτή η άθλια κατάσταση; Μπορεί ο διαζευχθείς να ξαναγίνει δεκτός στη συζυγική κλίνη, ο γάμος ν’ αναγεννηθεί; Η ιστορία μάς λέει πως «ναι». Φτάνει πρώτα να το θέλει και ο ίδιος ωστόσο! Φτάνει ν’ αποκτήσει επίγνωση του προβλήματος και δίπλα στο δικό του παραφουσκωμένο εγώ να θελήσει επιτέλους να εκφράσει και το εγώ του διπλανού του, και του παραδιπλανού, και το εγώ της ομάδας στην οποία ανήκει, και το ευρύ συλλογικό εγώ. Μια γλώσσα οικεία και πάλι, μορφές και θέματα ελκυστικά, ένα ύφος και μια τεχνοτροπία προσιτή στον αμύητο και η εμπιστοσύνη, θεωρητικά τουλάχιστον, είν’ όντως δυνατόν ν’ αποκατασταθεί.
Στην πράξη βέβαια αυτό το εγχείρημα, αν υποθέσουμε ότι κάποιοι τελικά το αναλάβουν, δεν θα ‘ναι διόλου απλό. Το νήμα που κόπηκε, ίσως πάρει γενιές ωσότου ξαναενωθεί. Και θ’ απαιτήσει από τους ποιητές μια συγκλονιστική αυθυπέρβαση. Θα χρειαστεί ν’ αφήσουν κατά μέρος τ’ αγαπημένα τους άλλοθι, να αφιππεύσουν του επηρμένου τους Πηγάσου, να εγκαταλείψουν τις σοφιστείες και τις δικαιολογίες, όλα αυτά τα κλισέ που τους θέλουν τάχα καταραμένους, περιττούς, αποσυνάγωγους. Θα χρειαστεί να κοιταχθούν στον καθρέφτη κατάματα και ν’ αναρωτηθούν, αυτή τη φορά με ειλικρίνεια: το είδωλο που βλέπουν εκεί τους αρκεί; Αν η απάντηση είναι αρνητική, υπάρχει ελπίδα.
* Ο κ. Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής. Τελευταίο βιβλίο του: «Αέρας αύγουστος», Περισπωμένη 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου