Αγαπητά μου παιδιά,
Σας γράφω γιατί δεν ξέρω σε ποιον να το πω και αν δε μιλήσω θα σκάσω.
Με λένε Νίκο, είμαι εφτά χρονών και πάω στη δευτέρα δημοτικού. Δεν ξέρω γιατί ο μπαμπάς και η μαμά εδώ και μέρες είναι όλο μούτρα. Ακόμα κι η γιαγιά όταν έρχεται να μας δει – μούτρα κι αυτή. Όλο ρωτάει τον μπαμπά:
- Κανένα νέο;
- Κανένα, απαντάει εκείνος και… μουτρώνει πιο πολύ.
Καλά, η μαμά έτσι κι αλλιώς δε μιλιέται. Μόνο ο παππούς είναι χαμογελαστός. Δηλαδή χαμογελάει στη φωτογραφία του που είναι μέσα σ’ ένα κάδρο στο γραφείο του μπαμπά. Γιατί ο παππούς και να ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει μούτρα. Έχει πεθάνει πριν χρόνια, όταν εγώ ήμουνα μωρό.
Και να πεις πως έχω κάνει αταξίες και μουτρώνουνε. Παράξενο μα όλη τη βδομάδα βαριόμουνα να κάνω αταξίες. Ούτε έσκισα το μπλουτζίν μου ούτε έγραψα με μπικ πάνω στο άσπρο μου μπλουζάκι… κινέζικα.
Αυτοί όμως ούτε το πήρανε είδηση πως ήμουνα φρόνιμος.
Ο μπαμπάς που κάθε πρωί έφευγε πιο νωρίς από μένα, τώρα με πάει στο σχολείο. Και δεν έρχεται η γιαγιά να με πάρει όπως πάντα, γιατί η μαμά τελειώνει τη δουλειά της αργά. Έρχεται η μαμά. Με τη γιαγιά ήτανε πιο διασκεδαστικά γιατί φλυαρούσαμε σ’ όλο τον δρόμο. Η μαμά μουγγή με κατεβασμένα μούτρα. Ορκίζομαι πως δε φταίω εγώ.
Την Κυριακή το πρωί, είχα ξυπνήσει, χάζευα όμως στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να πιάσω τις αχτίδες που μπαίνανε από τη χαραμάδα του παραθυρόφυλλου. Η πόρτα της κάμαράς μου ήτανε ανοιχτή. Άκουσα τον μπαμπά που έλεγε:
- Δεν φταίει σε τίποτα το παιδί, αν εμείς δεν έχουμε δουλειά. Θα πάμε στη θάλασσα.
- Αφού έδωσες τις πινακίδες πίσω. Πώς θα πάμε; είπε η μαμά.
Αλήθεια δεν ξέρω γιατί ο μπαμπάς είπε μια μέρα πως έδωσε τις πινακίδες πίσω. Κι όπως κατάλαβα αυτό θα πει πως δεν είχε πια αυτοκίνητο.
- Θα πάμε με το τραμ στη Γλυφάδα.
Μόλις άκουσα τον μπαμπά να το λέει αυτό, έδωσα μια στα σκεπάσματα κι έτρεξα να τους βρω.
Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ μου με τραμ. Δεν ήξερα πως ήταν τόσο ωραία. Πηγαίνει σιγά σιγά κι έτσι προφταίνεις να βλέπεις απέξω, κι όταν μάλιστα στρίψει στη θάλασσα και πάει, πάει καμαρωτό και βλέπεις ανάμεσα στα δέντρα το… πέλαγος – έτσι μας διάβασε η δασκάλα μας σ’ ένα βιβλίο που λέγανε τη θάλασσα πέλαγος κι έμενα μ’ άρεσε πολύ.
Δεν κατεβήκαμε στη Γλυφάδα.
- Αφού πάει ως τη Βούλα, γιατί να μην πάμε; είπε ο μπαμπάς και είδα πως δεν έκανε μούτρα.
- Γιατί να μην πάμε; είπε και η μαμά και χαμογέλασε και δεν έκανε μούτρα.
Εγώ χάρηκα γιατί μ’ άρεσε πολύ που ταξίδευα με το τραμ.
Κατεβήκαμε στη Βούλα και πήγαμε στην παραλία. Μ’ άφησαν να βγάλω τα παπούτσια μου και να τσαλαβουτήσω στο… πέλαγος.
Και στον γυρισμό ήτανε ωραία, μα μόνο στον μισό δρόμο. Γιατί ο βλάκας στον άλλο μισό με πήρε ο ύπνος, γιατί με είχε ζαλίσει ο ήλιος. Ξύπνησα και είδα πως είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στα πόδια της μαμάς. Μου χαμογέλασαν και δεν κάνανε μούτρα.
Άλλη φορά όταν μουτρώνουν, θα τους λέω να πάρουμε το τραμ.
Αν δεν έχετε πάει, σας λέω να πείτε στους μπαμπάδες σας να δώσουν πίσω τις πινακίδες. Είναι τόσο ωραίο να ταξιδεύεις με το τραμ και να βλέπεις καθώς πάει αργά αργά –να δεις πώς το είπε η κυρία μας- το πέλαγος.
Σας φιλώ,
Ο φίλος σας Νίκος
Για την αντιγραφή,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου