ΣΑΒΒΑΤΟ,
2 Μ
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ Η ΖΩΗ ΜΟΥ (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω
στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ
ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν'
ακούγονται
στροφές αλυσίδας, κι
οι αιχμές ενός μεγάλου,
άγνωστου, περιστρεφόμενου
Ζωδιακού να με
περισφίγγουν
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ Η ΖΩΗ ΜΟΥ (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω
στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ
ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται
η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες
μου Ρωμαίες la
luce onde s' infiora vostra sustanza rimarà con voi etternalmente
sì com' ell' è ora?
Κι ύστερ'
από κάμποση ώρα, σαν ηχώ,
η απόκριση: tu
non se' in terra,
sì come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra...
περισφίγγουν
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου