Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
1903
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου