Ανακαλύπτεις αίφνης έναν τόπο κι αυτός
μοιραία γίνεται πατρίδα σου κι ας γεννήθηκες αλλού. Οι τόποι και οι
άνθρωποι έχουν αυτή την απρόσμενη ιδιότητα, να κυριαρχούν στο μέσα
κόσμο, να τον κατακυριεύουν. Κι εσύ θέλοντας και μην αφήνεσαι να
υποταχτείς στη θέληση που δέχεσαι να σου επιβληθεί, όπως ακριβώς συνέβη
και με τον Γιώργο Σεφέρη, δύο φορές στη ζωή του, τη μια με τη Μαρώ και
την άλλη με την Κύπρο.
«Ηδη από το 1931, όταν υπηρετούσε ως πρόξενος στο Λονδίνο, έγραφε στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου να του στείλει πληροφορίες για την επανάσταση στο νησί. Η άμεση επαφή του ξεκίνησε όμως το φθινόπωρο του 1953 όταν πήγε από τη Βηρυτό, όπου υπηρετούσε ως πρέσβης, στην Κύπρο για διακοπές που κράτησαν ένα περίπου μήνα», λέει ο Γιώργος Γεωργής, πρώην πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα και αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου.
«Αυτή η πρώτη επαφή είχε καταλυτική σημασία γι' αυτόν, γιατί από τότε ουσιαστικά θα αφοσιωθεί στο νησί. Αλλωστε ο ίδιος έγραφε ότι μόνο σε δυο πράγματα είχε αφοσιωθεί στη ζωή του, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Κύπρο», συνεχίζει ο Γεωργής.
Τα κυπριακά ποιήματα περιλαμβάνονται στη συλλογή «Κύπρον ου μ' εθέσπισεν», που κυκλοφόρησε μετά τις τρεις επισκέψεις του στην Κύπρο, το 1955 από τον «Ικαρο». Οι στίχοι διά στόματος Τεύκρου δένουν με τη διάθεση του Σεφέρη, που μέχρι το 1953 θεωρούσε τον εαυτό του πρόσφυγα ταξιδιώτη. Ως έναν που φορούσε την περσόνα του Οδυσσέα. Οταν όμως έφτασε στην Κύπρο ένιωσε ως νέος Τεύκρος, βρήκε στο νησί νέα πατρίδα, μετά τη Σμύρνη.
Και γι' αυτή την πατρίδα μίλησε και έτσι: «Τ' αηδόνια δεν σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες./Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,/συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους/στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές/αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν./Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη/βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·/και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας...».
«Ο Σεφέρης είχε μια μανία να γυρίζει τα χωριά μας με τον Ευάγγελο Λοΐζο, που τον φιλοξενούσε στην Αμμόχωστο "σ' αυτό το σπίτι που πάει να γίνει φυτό", όπως έγραφε ο ίδιος. Ταξίδευε στα χωριά, έμπαινε στις εκκλησίες, πήγαινε σε ταβέρνες και καφενεία. Εχουμε χαρακτηριστικές περιγραφές και μέσα στο ημερολόγιό του, π.χ. όταν πήγε στο Παραλίμνι και τον σύστησαν στον καντηλανάφτη ως πρέσβη της Ελλάδας, αυτός είπε "α, ήρθε να μας φέρει την ένωσιν;"», επισημαίνει ο Γεωργής.
Είναι η περίοδος που στην Κύπρο προετοιμάζεται ο αγώνας, υπάρχει εθνική ανάταση, ο Σεφέρης συλλαμβάνει το κλίμα και γι' αυτό στη Σαλαμίνα λέει π.χ. για τους Αγγλους «Φίλοι του άλλου πολέμου, σας συλλογίζομαι...». Οι υπαινιγμοί του είναι συνεχείς, άλλωστε τότε φωτογραφίζει σ' έναν τοίχο το περίφημο σύνθημα «Την ένωσιν θέλωμεν κι ας τρώγωμεν πέτρες».
Τον Φεβρουάριο του 2000, στο διεθνές συνέδριο για τον Γιώργο Σεφέρη που έγινε στις Πλάτρες, ο Γιώργος Γεωργής μιλώντας για τον πολιτικό Σεφέρη, αναφέρθηκε και στην πρόθεση των Αγγλων να επιστρέψουν μετά τον Πόλεμο τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στη σύμμαχο Ελλάδα, αντιθέτως ο αντιβασιλέας και αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ζήτησε την ένωση με την Κύπρο.
«Οντως έτσι είχε συμβεί. Ο Σεφέρης, ως διευθυντής του γραφείου του Δαμασκηνού, τον συνόδευσε στο Λονδίνο και τον υποκίνησε να διεκδικήσει την Κύπρο. Ο τελευταίος δήλωσε προς τους Αγγλους επισήμους ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα χωρίς την Κύπρο. "Είναι ο μόνος τρόπος" τους είπε "αν θέλετε αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τους αριστερούς". Πίσω από την πρόταση κρυβόταν ο Σεφέρης, ο οποίος κατά τα άλλα ήταν ένας προοδευτικός αστός και δεν είχε σχέση με την παραδοσιακή φιλοβασιλική αριστοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών», λέει ο Γεωργής.
Σημειώστε πως οι Αγγλοι μάς είχαν προσφέρει άλλη μια φορά την Κύπρο, το 1915, εφόσον μπαίναμε στο πλευρό τους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσικά η υπόσχεση δεν τηρήθηκε ποτέ.
Ο Σεφέρης επέστρεψε ξανά στο νησί το 1954 και το 1955, έγραψε κι άλλα ποιήματα, ενώ σημείωνε στο ημερολόγιό του τις εντυπώσεις του. Τον εντυπωσίαζε η απλότητα του κόσμου και παραλλήλιζε ακριβώς αυτό τον κόσμο με τους αγρότες της περιοχής της Σμύρνης ή μάλλον με τον κόσμο των Βουρλών, δηλαδή της περιοχής όπου περνούσε τα καλοκαίρια του στο κτήμα της γιαγιάς του, που προερχόταν από την οικογένεια Τενεκίδη.
Η προτελευταία επίσκεψη, το 1955, του ποιητή στο νησί έγινε παρά τη δυσαρέσκεια του υπουργείου Εξωτερικών. Λέει ο Γεωργής: «Το υπουργείο δεν θα ήθελε να προκαλέσει την αγγλική διοίκηση της Κύπρου. Ο ίδιος ο Σεφέρης βέβαια έγραφε πως όλα αυτά αποτελούσαν υπερβολική έκφραση ευαισθησίας των υπηρεσιακών παραγόντων της ελληνικής διπλωματίας. Βεβαίως οι Αγγλοι τον παρακολουθούσαν. Οταν διορίστηκε το 1957 πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο, η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα έστειλε μια αναφορά όπου έγραφε πως ο νέος πρέσβης είναι "πολύ ενωτικός και ολίγον βαρήκοος". Ο Σεφέρης ωστόσο στάθηκε και υποστήριξε την Κύπρο και από το πόστο του Λονδίνου και διαφώνησε έντονα και επί της ουσίας με τις προετοιμασίες για λύση του Κυπριακού, όταν πληροφορήθηκε από τον Αβέρωφ την αποδοχή του σχεδίου λύσης που πρότεινε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ζορλού. Εστειλε στον Αβέρωφ μια επιστολή στην οποία έγραφε πως με παρόμοια λύση η Τουρκία κάποτε θα έμπαινε στην Κύπρο. Αποδείχτηκε προφητικός σ' αυτές του τις επισημάνσεις».
Η τελευταία επίσκεψη του ποιητή στο νησί διήρκεσε μόνο μια μέρα, το 1970, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Στη διάρκεια μιας κρουαζιέρας, το πλοίο έπιασε στην Αμμόχωστο κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να επισκεφθεί την Αγία Νάπα.
Μια ακόμα χαρακτηριστική λεπτομέρεια, μοιραία αν θέλετε, σηματοδοτείται από τη συνάντηση του Σεφέρη στην Κύπρο με τον Λόρενς Ντάρελ. Οι δυο τους είχαν γίνει φίλοι προπολεμικά, όταν ο Ντάρελ ζούσε στην Ελλάδα και είχε μπει στον κύκλο του Γιώργου Κατσίμπαλη. Ο Αγγλος συγγραφέας πήγε στην Κύπρο μετά το τέλος του Πολέμου, γύρω στα 1950, εγκαταστάθηκε στο Μπέλα Παΐς, όπου δίδασκε αγγλική φιλολογία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, επί της ουσίας ωστόσο δούλευε για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του. Ο Σεφέρης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον Ντάρελ, ενοχλημένος προφανώς από το γεγονός πως ο πρώην συμπολεμιστής, που εμφανιζόταν και ως φιλειρηνιστής, είχε αναλάβει την προπαγάνδα της αγγλικής κυβέρνησης εναντίον του αγώνα των Κυπρίων. Τον συνάντησε μια φορά το 1953 και στη συνέχεια έγραψε το ποίημά του «Στα περίχωρα της Κυρήνειας», όπου αφήνει αιχμές για τον Ντάρελ, τις οποίες προφανώς ο τελευταίος αντιλήφθηκε όταν δημοσιεύθηκε το ποίημα το 1955.
Και πώς ήταν δυνατόν να μην τις αντιληφθεί. Να οι στίχοι: «Γνωρίσατε τον ποιητή,/ή κάτι τέτοιο, που έμενε τον περασμένο μήνα εδώ;/Το αίσθημα τ' ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ·/πάρα πολύ ασυνήθιστος· τι θέλει/να πει, δεν το ξέρει κανείς· κυνικός και φιλέλλην./Σώστροφος σνομπ./Κάποτε αστείος· τώρα είναι στα λουτρά./Στην Ιταλία καθώς άκουσα./Ναι, κάποιο "σπα"./Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη».
Ο Ντάρελ έφυγε οριστικά το 1956 από την Κύπρο. Είχε γράψει μια ποιητική συλλογή, το «Τεμπελόδεντρο», για το δέντρο στην πλατεία του Μπέλα Παΐς, όπως έγραψε κι ένα βιβλίο ανάμεσα στο ταξιδιωτικό και στο μυθιστόρημα, τα «Πικρολέμονα», όπου καταθέτει τις εμπειρίες του για τον κυπριακό αγώνα και τον κυπριακό λαό. Πρόκειται για βιβλίο που εξόργισε τον φίλο και συνεργάτη του Σεφέρη, Ρόδη Ρούφο, ο οποίος σε απάντηση ακριβώς έγραψε το μυθστόρημά του «Χάλκινη εποχή». Οσο για τον Κύπριο ποιητή Κώστα Μόντη, έγραψε τις «Κλειστές πόρτες», επίσης ως απάντηση στον Ντάρελ.
* Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα «Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=355551
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου